- αβάντζα
- και -ντσα, η και αβάντσο και -ντζο, το1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα2. προκαταβολή3. φρ. «πάμε αβάντζο» — συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avanzo (= πλεόνασμα, κέρδος)].
Dictionary of Greek. 2013.